σαλτάρω κ. σαλτέρνω, ρ. [<ιταλ. saltare]. 1. κάνω ένα σάλτο, πηδώ: «πήρε φόρα και σάλταρε απ’ το ένα μπαλκόνι στ’ άλλο». 2. πηδώ σε μεταφορικό μέσο που βρίσκεται εν κινήσει και γενικά επιβιβάζομαι σε κάποιο όχημα και γενικά πηδώ: «όπως περνούσε από δίπλα μου το λεωφορείο, ο οδηγός μου άνοιξε την πόρτα και σάλταρα μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: ρίχν’ ένα γεια σου στο φρουρό, σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό κι ο Χάρος δε γλιτώνει).3. ενεργώ ως σαλταδόρος (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: μα γω πάντα βολεύομαι, γιατί τηνε σαλτάρω σε καν’ αμάξι Γερμανού, και πάντα τη ρεφάρω). 4. πανικοβάλλομαι, ταράζομαι, συγχύζομαι, αποδιοργανώνομαι, χάνω την ψυχική μου ισορροπία από έκπληξη, φόβο, θυμό, ερωτικό πάθος ή χρήση ναρκωτικών: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, σαλτάρισα || σαλτάρισα, μόλις είδα εκείνη την γκόμενα να περνάει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || τράβηξα απανωτές τρεις τέσσερις τζούρες και σαλτάρισα». (Λαϊκό τραγούδι: με σουτάρισε. Ερωτεύθηκ’ έναν άλλο και σαλτάρισε // σε γουστάρω πολύ σε γουστάρω κι όταν φλερτάρεις με άλλον σαλτάρω).5. τρελαίνομαι: «απ’ τη μέρα που σκοτώθηκε όλη η οικογένειά του σε τροχαίο, σαλτάρισε ο καημένος». (Λαϊκό τραγούδι: της άσπρης το φινάλε θα είναι πάντα μαύρο και κοίταξε και μένα μου ’πε βαριά ένα ζόμπι, για τις λειψανοθήκες ένα κορμί ακόμα κανένας δε σαλτάρει, δικέ μου, από χόμπι). 6. στην προστακτ. σάλτα, πήγαινε γρήγορα: «σάλτα μέχρι το σπίτι μου και φέρε μου το πορτοφόλι με τα λεφτά»·
- θα σαλτάρω! α. έκφραση ατόμου που βρίσκεται σε απόγνωση: «έχω τόσες πολλές υποχρεώσεις, που θα σαλτάρω!», δηλ. θα τρελαθώ· όταν όμως η έκφραση είναι: «έχω τόσες πολλές υποχρεώσεις, που έτσι μου ’ρχεται να σαλτάρω», εννοεί πως θα αυτοκτονήσω πέφτοντας στο κενό από κάποιο υψηλό σημείο (μπαλκόνι, ταράτσα)·
- σάλτα και γαμήσου! βλ. συνηθέστ. σάλτα και πηδήξου(!)·
- σάλτα και πηδήξου! α. μη με ενοχλείς, άφησέ με ήσυχο, άφησέ με στην ησυχία μου: «σάλτα και πηδήξου, ρε παιδάκι μου, γιατί μας πήρες κεφάλι με τη φλυαρία σου!». β. δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως τι θα κάνεις: «όσον καιρό σε συμβούλευα, εσύ μ’ έγραφες κανονικά, τώρα που σου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, σάλτα και πηδήξου!»·
- τη σάλταρα ή τη σαλτάραμε, γλίτωσα από κάποιο κίνδυνο, από κάποια απειλή, από κάποια καταστροφή που είχε διαγραφεί: «την ώρα που ήταν να με πιάσουν πέρασε ένα φιλαράκι μου και την κοπάνισα μαζί του». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. την πήδησα ή την πηδήσαμε.